Μέχρι το Πάσχα

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Aλίκη Κατσαρού, συγγραφέας 
Κέρκυρα, Απρίλιος 2020
Πάσχα στην Κέρκυρα - Easter in Corfu




Τα πρωτόγνωρα.
Τραβούσα προσεκτικά το καλσόν με φόβο μην το σκίσω. Όταν τελικά το φορούσα και κούμπωνα τη φούστα μου, κοιταζόμουν στο μεγάλο καθρέφτη και μου φαινόμουν εντελώς παράταιρη. Τα κοκαλιάρικα ποδαράκια μου, με τα σημαδεμένα γόνατα μέσα σε καλσόν, φούστα, και γυναικεία παπούτσια! 
Τα παπούτσια, μου τα έβαζε η μάνα μου δυο μέρες πριν σε καλαπόδια για να ανοίξουν και να αντέχω. Σε έξι επιταφίους θα έβγαινα, από το μεσημέρι τις 2:30 ως τα μεσάνυχτα που θα διαλυόμασταν έξω από την Μητρόπολη για να ξαναβρεθούμε το πρωί, εννιά παρά τέταρτο, στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Δηλαδή σε εφτά το σύνολο αφού στην πόλη μας βγάζουμε επιτάφιο και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Έτσι τιμάμε ένα από τα θαύματα του πολιούχου μας, στα χρόνια της Βενετοκρατίας στο νησί μας. 
Ο επιτάφιος αυτός, κατανυκτικός και σπουδαίος, ακόμα ίσως περισσότερο και από αυτόν της Μητροπόλεως είναι το βαρόμετρο της αντοχής όσων συμμετέχουν στις εκδηλώσεις. Ή που θα σε βρει γεμάτο ενέργεια και προσμονή για τη βραδινή Ανάσταση ή που θα σε βρει ένα ράκος επειδή δεν συμπλήρωσες τις ελάχιστες διαθέσιμες ώρες ύπνου με τη φορεσιά κρεμασμένη στην καρέκλα, έτοιμη μεταξύ των αλεπάλληλων υποχρεώσεων. 
Αυτήν την κούραση περιμέναμε κάθε χρόνο με χαρά και αγωνία την προπασχαλινή περίοδο που πλάι στην ευλάβεια παραμονεύει ο έρωτας. Ποιος δεν ερωτεύτηκε Απρίλη μήνα στην Κέρκυρα; Ποιος δεν έζησε, τυχαίες τάχαμου, συναντήσεις στις πλατείες που μοσχοβολούν πασχαλιά; Ποιος δεν αντάλλαξε ντροπαλά φιλιά πίσω από τα βενετικά τείχη; Ποιος δεν έκλαψε μαζί με τον Χριστούλη από αγάπη ή από λύπη για την αγάπη; Και ποιος δεν ευχήθηκε ανάβοντας το κεράκι του να σηκώσει τα μάτια και να αντικρίσει τα μάτια που αγαπά;
Ετοιμάστηκα με τον γνώριμο ενθουσιασμό της ημέρας. Πριν φύγω, πήγα κρυφά στην κάμαρα της μάνας μου κι έβαψα τις βλεφαρίδες μου, έβαλα και μια σταγόνα από το άρωμά της. Δεν ξέρω αν ήταν το βάψιμο ή η ένταση των ματιών μου, ψάχνοντας μέσα στα πλήθη για να τον δω, αλλά όλοι μου έλεγαν πόσο λαμπερά, πόσο έντονα ήταν τα μάτια μου εκείνο το μεσημέρι. Και τον είδα. Πρώτη γραμμή, στον τρίτο κατά σειρά επιτάφιο που έβγαινα, μόλις που είχα αρχίσει να κουράζομαι, ξεκουράστηκα. Ανάμεικτα αγόρια- κορίτσια, εγώ στην τέταρτη γραμμή. Σε κάθε μεταβολή, παραμόνευα να δω το προφίλ του και σε κάθε άτσαλη ζυγοστάθμιση της σειράς, έκλεβα όλη του τη μορφή. Πόσο όμορφος ήταν με τα καλά του! Η μπάντα της Φιλαρμονικής Μάντζαρος έπαιζε πένθιμα, οι άνθρωποι σταυροκοπιόνταν κι έσκυβαν το κεφάλι, τα παπούτσια μας σέρνονταν ρυθμικά στις πλάκες τους Βεζούβιου που είναι στρωμένη η πόλη και η μυρωδιά του λιβανιού απλωνόταν στα καντούνια. Ανάμεσα από τα πανύψηλα σπίτια της πυκνοχτισμένης γειτονιάς που περνάγαμε, ένα κομμάτι ουρανός άφηνε τις αχτίδες του νυσταγμένου ήλιου να βάφουν τους τοίχους με λαμπερό χρυσό και τις φλέβες μου με άλικο κόκκινο.
Ο επιτάφιος μπήκε στην εκκλησία και καθένας μας πήρε το δρόμο για τον επόμενο. Είχα άλλους δύο πριν τον μεγάλο, της Μητροπόλεως. Προχωρώντας, τον είδα με την περιφερική μου όραση κάπου πίσω μου. Συνέχισα τον δρόμο μου. Σε λίγο περπατούσε δίπλα μου. 
-Γεια σου.
-Γεια σου.
-Πάμε να πάρουμε μια πορτοκαλάδα;
-Πάμε να την πιούμε στο παλάτι; 
-Πάμε καλύτερα στο Φρούριο;
-Θα χάσουμε τον επιτάφιο.
-Δεν πειράζει, θα προλάβουμε τον τελευταίο.
Δεν προλάβαμε κανέναν. Το εμβληματικό Adagio, από την μπάντα της Παλιάς Φιλαρμονικής, ακουγόταν σαν την ηχώ μιας ιστορίας που θα κατοικούσε για πάντα στη μνήμη μας και ο έναστρος ουρανός σαν την σκηνογραφία μιας στιγμής που θα έγραφε ανεξίτηλη μέσα από τα βλέφαρά μας.
Στην τελευταία στροφή της μεγαλειώδους πομπής, στην κατηφόρα του Άγι-Αντώνη, προλάβαμε το ανατριχιαστικό χτύπημα των πιάτων της μπάντας πιασμένοι χέρι-χέρι. Στον εκστατικό τους ήχο, τα δάχτυλά του σφίχτηκαν στα δικά μου και δεν ξεκόλλησαν ούτε όταν το αυστηρό βλέμμα της καθηγήτριάς μας, μας εντόπισε στο πλήθος, υποσχόμενο τιμωρία τη Δευτέρα μετά του Θωμά.
Τον ξαναείδα φέτος. Απείθαρχη στους κανόνες υγείας του τελευταίου μήνα, κατέβασα τη μάσκα για να με γνωρίσει. Ήμασταν στην ουρά έξω από ένα σούπερ μάρκετ. Αποτραβηχτήκαμε στην άκρη και αφήσαμε άλλους να περάσουν. Χάσαμε την σειρά μας όπως τότε είχαμε χάσει τους επιταφίους. Μιλήσαμε για τα πρωτόγνωρα της ζωής όπως η περίοδος που διανύει τώρα η ανθρωπότητα, όπως  η Μεγάλη Παρασκευή του 1992. 
Ήθελα να τον φιλήσω σταυρωτά, να τον αγκαλιάσω, αναρωτιόμουν αν μυρίζει το ίδιο με τότε, αξέχαστη η μυρωδιά του,  αλλά τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό δεν το επιτρέπουν. Αποφάσισα ότι θα ψωνίσω άλλη ώρα. Μπήκα στο αμάξι μου, άνοιξα το παράθυρο και τον κοίταξα στα μάτια. Χαμογέλασα μέσα από τη μάσκα μου. Καλό Πάσχα.